- σφοντύλι
- το / σφονδύλιον, ΝΜΑ, και σπονδύλιον ΜΑ, και σφονδύλειον Ανεοελλ.1. είδος πτηνού2. φρ. «τού 'ρθε [ή τού φάνηκε] ο ουρανός σφοντύλι» — ζαλίστηκε τόσο από δυνατό χτύπημα ή αναπάντεχο πάθημα που νόμισε ότι ο ουρανός γυρίζει σαν το σφοντύλι στο αδράχτινεοελλ.-μσν.βαρύ στρογγυλό εξάρτημα που προσαρμόζεται στην άκρη τού αδραχτιού και ρυθμίζει την περιστροφική του κίνηση, αλλ. σφόνδυλος ή σπόνδυλοςαρχ.1. υποκορ. μικρός σπόνδυλος τής σπονδυλικής στήλης ανθρώπων και ζώων («μυελὸς αὖτε σφονδυλίων ἔκπαλθ'«, Ομ. Ιλ.)2. είδος ποώδους και δηλητηριώδους φυτού3. ο κόκκυγας («ὃς καὶ σφονδύλιον καὶ ὀρροπήγιον καλεῑται», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος / σπόνδυλος. Στον νεοελλ. τ. σφοντύλι το αρχ. -δ- διατήρησε την αρχαία προφορά του ως /d/ σε περιβάλλον μετά από έρρινο σύμφωνο (μ, ν), πρβλ. ντύνω < εν-δύω].
Dictionary of Greek. 2013.